- εχέφρων
- -ον (ΑΜ ἐχέφρων, -ον)αυτός που έχει μυαλό, φρόνηση, ο μυαλωμένος, ο συνετός («σὺ οὖν ὡς ἐχέφρων, ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.)μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχέφρονη σύνεση, η φρόνηση.επίρρ...εχεφρόνως (Α ἐχεφρόνως)με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε-* (< έχω I) + -φρων (< φρην, φρενός)].
Dictionary of Greek. 2013.